Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlindùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [linˈdura] 1 παστρικάδα 2 νοικοκυροσύνη 3 ευταξία 4 τάξη 5 καθαριότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |