Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlinfàtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [linˈfatiko] 1 καχεκτικός 2 λεμφικός 3 λυμφατικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |