Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


linfàtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [linˈfatiko]

1 καχεκτικός
2 λεμφικός
3 λυμφατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  linfangite linfatismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linfa (θηλ.ουσ)
linfadenite (θηλ.ουσ)
linfadenoma (ουσ αρσ )
linfangioma (ουσ αρσ )
linfangite (θηλ.ουσ)
linfatico (αρσ. επίθ και ουσ)
linfatismo (ουσ αρσ )
linfocita (ουσ αρσ )
linfocito (ουσ αρσ )
linfocitosi (θηλ.ουσ)
linfogeno (επίθ.)
linfogranuloma (ουσ αρσ )
linfoide (επίθ.)
linfoma (ουσ αρσ )
linfonodo (ουσ αρσ )
linfopenia (θηλ.ουσ)
linfopoiesi (θηλ.ουσ)
linfosarcoma (ουσ αρσ )
lingeria (θηλ.ουσ)
lingottiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---