Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lingottièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lingotˈtjɛra]

καλούπι από το οποίο βγαίνουν χελώνες (χρυσού ή αργύρου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lingeria lingotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linfonodo (ουσ αρσ )
linfopenia (θηλ.ουσ)
linfopoiesi (θηλ.ουσ)
linfosarcoma (ουσ αρσ )
lingeria (θηλ.ουσ)
lingottiera (θηλ.ουσ)
lingotto (ουσ αρσ )
lingua (θηλ.ουσ)
linguaccia (θηλ.ουσ)
linguacciuto (επίθ.)
linguaggio (ουσ αρσ )
linguaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
linguale (επίθ.)
linguata (θηλ.ουσ)
linguella (θηλ.ουσ)
linguetta (θηλ.ουσ)
linguiforme (επίθ.)
linguista (ουσ αρσ και θηλ.)
linguistica (θηλ.ουσ)
linguistico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---