Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lingòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [linˈgɔtto]

1 ράβδος (χρυσού)
2 στενό αρχιτεκτονικό γύψινο
3 χελώνα (χρυσού ή αργύρου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lingottiera lingua  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un lingotto [αρσ.] d'oro = ένα κομμάτι μάλαμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linfopenia (θηλ.ουσ)
linfopoiesi (θηλ.ουσ)
linfosarcoma (ουσ αρσ )
lingeria (θηλ.ουσ)
lingottiera (θηλ.ουσ)
lingotto (ουσ αρσ )
lingua (θηλ.ουσ)
linguaccia (θηλ.ουσ)
linguacciuto (επίθ.)
linguaggio (ουσ αρσ )
linguaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
linguale (επίθ.)
linguata (θηλ.ουσ)
linguella (θηλ.ουσ)
linguetta (θηλ.ουσ)
linguiforme (επίθ.)
linguista (ουσ αρσ και θηλ.)
linguistica (θηλ.ουσ)
linguistico (αρσ. επίθ και ουσ)
liniero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---