Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


linguàccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [linˈgwatʧa]

1 συκοφάντης
2 κακιά γλώσσα
3 διαβολέας
4 φαρμακόγλωσσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lingua linguacciuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linfosarcoma (ουσ αρσ )
lingeria (θηλ.ουσ)
lingottiera (θηλ.ουσ)
lingotto (ουσ αρσ )
lingua (θηλ.ουσ)
linguaccia (θηλ.ουσ)
linguacciuto (επίθ.)
linguaggio (ουσ αρσ )
linguaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
linguale (επίθ.)
linguata (θηλ.ουσ)
linguella (θηλ.ουσ)
linguetta (θηλ.ουσ)
linguiforme (επίθ.)
linguista (ουσ αρσ και θηλ.)
linguistica (θηλ.ουσ)
linguistico (αρσ. επίθ και ουσ)
liniero (επίθ.)
linificio (ουσ αρσ )
linimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---