Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


linguétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [linˈgwetta]

1 γλωσσίδι
2 γλωττίδα
3 γλωσσίτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  linguella linguiforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linguaggio (ουσ αρσ )
linguaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
linguale (επίθ.)
linguata (θηλ.ουσ)
linguella (θηλ.ουσ)
linguetta (θηλ.ουσ)
linguiforme (επίθ.)
linguista (ουσ αρσ και θηλ.)
linguistica (θηλ.ουσ)
linguistico (αρσ. επίθ και ουσ)
liniero (επίθ.)
linificio (ουσ αρσ )
linimento (ουσ αρσ )
linnea (θηλ.ουσ)
lino (ουσ αρσ )
lino (θηλ.ουσ)
linoleina (θηλ.ουσ)
linolenico (επίθ.)
linoleum (ουσ αρσ )
linone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---