Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


liniménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liniˈmento]

1 υγρό εντριβής
2 εντριβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  linificio linnea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linguista (ουσ αρσ και θηλ.)
linguistica (θηλ.ουσ)
linguistico (αρσ. επίθ και ουσ)
liniero (επίθ.)
linificio (ουσ αρσ )
linimento (ουσ αρσ )
linnea (θηλ.ουσ)
lino (ουσ αρσ )
lino (θηλ.ουσ)
linoleina (θηλ.ουσ)
linolenico (επίθ.)
linoleum (ουσ αρσ )
linone (ουσ αρσ )
linosa (θηλ.ουσ)
linotipia (θηλ.ουσ)
linotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
linotype (θηλ.ουσ)
linseme (ουσ αρσ )
liocorno (ουσ αρσ )
liofilizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---