Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


linguàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [linˈgwale]

1 γλωσσικός
2 παραγόμενος από γλώσσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  linguaiolo linguata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lingua (θηλ.ουσ)
linguaccia (θηλ.ουσ)
linguacciuto (επίθ.)
linguaggio (ουσ αρσ )
linguaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
linguale (επίθ.)
linguata (θηλ.ουσ)
linguella (θηλ.ουσ)
linguetta (θηλ.ουσ)
linguiforme (επίθ.)
linguista (ουσ αρσ και θηλ.)
linguistica (θηλ.ουσ)
linguistico (αρσ. επίθ και ουσ)
liniero (επίθ.)
linificio (ουσ αρσ )
linimento (ουσ αρσ )
linnea (θηλ.ουσ)
lino (ουσ αρσ )
lino (θηλ.ουσ)
linoleina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---