Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


linfòma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [linˈfɔma]

λέμφωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  linfoide linfonodo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linfocito (ουσ αρσ )
linfocitosi (θηλ.ουσ)
linfogeno (επίθ.)
linfogranuloma (ουσ αρσ )
linfoide (επίθ.)
linfoma (ουσ αρσ )
linfonodo (ουσ αρσ )
linfopenia (θηλ.ουσ)
linfopoiesi (θηλ.ουσ)
linfosarcoma (ουσ αρσ )
lingeria (θηλ.ουσ)
lingottiera (θηλ.ουσ)
lingotto (ουσ αρσ )
lingua (θηλ.ουσ)
linguaccia (θηλ.ουσ)
linguacciuto (επίθ.)
linguaggio (ουσ αρσ )
linguaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
linguale (επίθ.)
linguata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---