Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìnfa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlinfa] 1 κύριο υγρό του σώματος (πχ αίμα) 2 λύμφη 3 λέμφος 4 τροφή 5 χυμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |