Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìnea
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlinea] η γραμμή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατηλεφωνία è caduta la linea = telefonia κόπηκε η γραμμή || in linea di massima = σε γενικές γραμμές || linea [θηλ.] marittima secondaria = άγονη γραμμή || volo [αρσ.] di linea = η προγραμματισμένη πτήση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |