Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìnea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlinea]

η γραμμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lindura lineare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τηλεφωνία è caduta la linea = telefonia κόπηκε η γραμμή || in linea di massima = σε γενικές γραμμές || linea [θηλ.] marittima secondaria = άγονη γραμμή || volo [αρσ.] di linea = η προγραμματισμένη πτήση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

linciare (ρ. μτβ.)
linciatore (ουσ αρσ )
lindezza (θηλ.ουσ)
lindo (επίθ.)
lindura (θηλ.ουσ)
linea (θηλ.ουσ)
lineare (θηλ. επίθ και ουσ)
linearità (θηλ.ουσ)
lineatura (θηλ.ουσ)
lineetta (θηλ.ουσ)
lineria (θηλ.ουσ)
lineto (ουσ αρσ )
linfa (θηλ.ουσ)
linfadenite (θηλ.ουσ)
linfadenoma (ουσ αρσ )
linfangioma (ουσ αρσ )
linfangite (θηλ.ουσ)
linfatico (αρσ. επίθ και ουσ)
linfatismo (ουσ αρσ )
linfocita (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---