Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìmpido
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈlimpido] 1 (cielo) καθαρός (-ή, -ό) 2 (acqua) διάφανος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |