Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


limonéto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [limoˈneto]

φυτεία από λεμονιές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limone limonicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

limonaia (θηλ.ουσ)
limonaio (ουσ αρσ )
limonare (ρ.αμτβ.)
limonata (θηλ.ουσ)
limone (ουσ αρσ )
limoneto (ουσ αρσ )
limonicolo (επίθ.)
limonite (θηλ.ουσ)
limosino (αρσ. επίθ και ουσ)
limosità (θηλ.ουσ)
limoso (επίθ.)
limpidamente (επίρ.)
limpidezza (θηλ.ουσ)
limpido (επίθ.)
linaiolo (ουσ αρσ )
linaria (θηλ.ουσ)
lince (θηλ.ουσ)
linceo (επίθ.)
linciaggio (ουσ αρσ )
linciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---