Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlimonìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [limoˈnite] λειμωνίτης - ένυδρο σιδηρούχο οξείδιο αποτελούμενο από διάφορα ορυκτά (κύρια πηγή σιδήρου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |