Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìmite
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlimite] το όριο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαal limite = στα όρια || nei limiti del possibile = στα όρια του δυνατού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |