Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìmite  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlimite]

το όριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limitazione limitrofo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al limite = στα όρια || nei limiti del possibile = στα όρια του δυνατού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

limitatezza (θηλ.ουσ)
limitativo (επίθ.)
limitato (επίθ.)
limitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limitazione (θηλ.ουσ)
limite (ουσ αρσ )
limitrofo (επίθ.)
limnologia (θηλ.ουσ)
limnologo (ουσ αρσ )
limo (ουσ αρσ )
limonaia (θηλ.ουσ)
limonaio (ουσ αρσ )
limonare (ρ.αμτβ.)
limonata (θηλ.ουσ)
limone (ουσ αρσ )
limoneto (ουσ αρσ )
limonicolo (επίθ.)
limonite (θηλ.ουσ)
limosino (αρσ. επίθ και ουσ)
limosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---