ItalianoGreco


limìtrofo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [liˈmitrofo]

1 παραμεθόριος
2 ακριτικός
3 γειτονικός
4 μεθοριακός
5 κοντινός
6 συνοριακός
7 όμορος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---