Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlimitataménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [limitataˈmente] 1 περιορισμένα 2 εντός ορίων 3 σε κάποια όρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |