Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlimitàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [limiˈtare] 1 όριο μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης 2 όριο ψυχολογικού γεγονότος 3 όριο φυσιολογικού γεγονότος 4 κατώφλι limitàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [limiˈtare] περιορίζω limitarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [limiˈtarsi] 1 περιορίζομαι 2 συγκρατούμαι 3 περιορίζω έξοδα 4 τσιγκουνεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |