limitàre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [limiˈtare]
1 όριο μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης
2 όριο ψυχολογικού γεγονότος
3 όριο φυσιολογικού γεγονότος
4 κατώφλι
limitàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [limiˈtare]
περιορίζω
limitarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [limiˈtarsi]
1 περιορίζομαι
2 συγκρατούμαι
3 περιορίζω έξοδα
4 τσιγκουνεύομαι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [limiˈtare]
1 όριο μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης
2 όριο ψυχολογικού γεγονότος
3 όριο φυσιολογικού γεγονότος
4 κατώφλι
limitàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [limiˈtare]
περιορίζω
limitarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [limiˈtarsi]
1 περιορίζομαι
2 συγκρατούμαι
3 περιορίζω έξοδα
4 τσιγκουνεύομαι
permalink
limitare (ουσ αρσ )
limitare (ρ. μτβ.)
limitarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android