Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìmine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlimine]

1 σημείο αρχής ψυχολογικής δράσης
2 σημείο αρχής σωματικής δράσης
3 κατώφλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limicolo limitabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

limatrice (θηλ.ουσ)
limatura (θηλ.ουσ)
limbo (ουσ αρσ )
limetta (θηλ.ουσ)
limicolo (επίθ.)
limine (ουσ αρσ )
limitabile (επίθ.)
limitabilità (θηλ.ουσ)
limitaneo (επίθ.)
limitare (ουσ αρσ )
limitare (ρ. μτβ.)
limitarsi (ρ.μ. (αντων.))
limitatamente (επίρ.)
limitatezza (θηλ.ουσ)
limitativo (επίθ.)
limitato (επίθ.)
limitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limitazione (θηλ.ουσ)
limite (ουσ αρσ )
limitrofo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---