Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìmbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlimbo] 1 κατοικία αβάπτιστων ψυχών 2 τόπος ή κατάσταση λησμονιάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |