Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


limàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [liˈmare]

1 τρίβω
2 ρινίζω
3 λιμάρω

limarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [liˈmarsi]

1 φαγώνομαι
2 τρώγομαι με κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limaccioso limatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lillipuziano (αρσ. επίθ και ουσ)
lima (θηλ.ουσ)
limaccia (θηλ.ουσ)
limaccio (ουσ αρσ )
limaccioso (επίθ.)
limare (ρ. μτβ.)
limarsi (ρ.μ. (αντων.))
limatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limatrice (θηλ.ουσ)
limatura (θηλ.ουσ)
limbo (ουσ αρσ )
limetta (θηλ.ουσ)
limicolo (επίθ.)
limine (ουσ αρσ )
limitabile (επίθ.)
limitabilità (θηλ.ουσ)
limitaneo (επίθ.)
limitare (ουσ αρσ )
limitare (ρ. μτβ.)
limitarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---