Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


limàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liˈmatʧo]

1 γλοιώδες υγρό σαλιγκαριού
2 γλίτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limaccia limaccioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lilla (επίθ.)
lillà (ουσ αρσ )
lillipuziano (αρσ. επίθ και ουσ)
lima (θηλ.ουσ)
limaccia (θηλ.ουσ)
limaccio (ουσ αρσ )
limaccioso (επίθ.)
limare (ρ. μτβ.)
limarsi (ρ.μ. (αντων.))
limatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limatrice (θηλ.ουσ)
limatura (θηλ.ουσ)
limbo (ουσ αρσ )
limetta (θηλ.ουσ)
limicolo (επίθ.)
limine (ουσ αρσ )
limitabile (επίθ.)
limitabilità (θηλ.ουσ)
limitaneo (επίθ.)
limitare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---