Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


limaccióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [limatˈʧoso], [limatˈʧozo]

1 παχύρρευστος
2 λασπωμένος
3 γλοιώδης
4 γλιστερός
5 γλιτσιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limaccio limare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lillà (ουσ αρσ )
lillipuziano (αρσ. επίθ και ουσ)
lima (θηλ.ουσ)
limaccia (θηλ.ουσ)
limaccio (ουσ αρσ )
limaccioso (επίθ.)
limare (ρ. μτβ.)
limarsi (ρ.μ. (αντων.))
limatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limatrice (θηλ.ουσ)
limatura (θηλ.ουσ)
limbo (ουσ αρσ )
limetta (θηλ.ουσ)
limicolo (επίθ.)
limine (ουσ αρσ )
limitabile (επίθ.)
limitabilità (θηλ.ουσ)
limitaneo (επίθ.)
limitare (ουσ αρσ )
limitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---