Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόligùstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [liˈgustro] 1 αγριομυρτιά 2 θάμνος οικογένειας ελιάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |