Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlignificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [liɲɲifiˈkare] μετατρέπω σε ξύλο ή ξυλώδη ιστό lignificàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [liɲɲifiˈkarsi] ξυλιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |