Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lidico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlidiko]

κάτοικος της Λυδίας

lidico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlidiko]

ο της Λυδίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lidia lidio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

licoressia (θηλ.ουσ)
Licurgo (κύρ.όν. αρσ.)
lidar (ουσ αρσ )
liddite (θηλ.ουσ)
lidia (θηλ.ουσ)
lidico (ουσ αρσ )
lidico (επίθ.)
lidio (ουσ αρσ )
lidio (επίθ.)
lido (ουσ αρσ )
lied (ουσ αρσ )
liederistico (επίθ.)
Liegi (κύρ.όν. θηλ.)
lietamente (επίρ.)
lietissimo (επίθ.)
lieto (επίθ.)
lieve (επίθ.)
lievemente (επίρ.)
lievità (θηλ.ουσ)
lievitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---