Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlido] 1 όχθη 2 γιαλός 3 ακροθαλασσιά 4 ακρογιαλιά 5 ακτή 6 παραλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |