Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlied
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlid] 1 τραγούδι Γερμανίας του 19ου αιώνα 2 λιντ (τραγούδι έντεχνο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |