Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


licciaiòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [litʧaˈjɔla]

εργαλείο ρύθμισης πριονιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  licaone liccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

libro (ουσ αρσ )
licantropia (θηλ.ουσ)
licantropo (ουσ αρσ )
licaone (ουσ αρσ )
licaone (επίθ.)
licciaiola (θηλ.ουσ)
liccio (ουσ αρσ )
liceale (ουσ αρσ )
liceale (επίθ.)
liceità (θηλ.ουσ)
licenza (θηλ.ουσ)
licenziamento (ουσ αρσ )
licenziando (αρσ. επίθ και ουσ)
licenziare (ρ. μτβ.)
licenziarsi (ρ.μ. (αντων.))
licenziatario (ουσ αρσ )
licenziato (επίθ.)
licenziosità (θηλ.ουσ)
licenzioso (επίθ.)
liceo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---