Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlicantropìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [likantroˈpia] 1 απατηλή εντύπωση για λυκανθρωπία 2 λυκανθρωπία (φρενοπάθεια) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |