Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


librétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liˈbretto]

1 το βιβλιάριο, το βιβλιαράκι
2 (per note) το σημειωματάριο
3 musica το λιμπρέτο όπερας, το κείμενο μελοδράματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  librettista libricino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


libretto [αρσ.] degli assegni = το μπλοκ επιταγών || libretto [αρσ.] di risparmio = το βιβλιάριο καταθέσεων || libretto [αρσ.] sanitario = το βιβλίαριο υγείας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

libratore (ουσ αρσ )
librazione (θηλ.ουσ)
libreria (θηλ.ουσ)
libresco (επίθ.)
librettista (ουσ αρσ και θηλ.)
libretto (ουσ αρσ )
libricino (ουσ αρσ )
libro (ουσ αρσ )
licantropia (θηλ.ουσ)
licantropo (ουσ αρσ )
licaone (ουσ αρσ )
licaone (επίθ.)
licciaiola (θηλ.ουσ)
liccio (ουσ αρσ )
liceale (ουσ αρσ )
liceale (επίθ.)
liceità (θηλ.ουσ)
licenza (θηλ.ουσ)
licenziamento (ουσ αρσ )
licenziando (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---