ItalianoGreco


librazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [libratˈtsjone]

1 φαινομένη ταλάντωση πλανήτη
2 μετεωρισμός
3 αιώρηση σε μεγάλο ύψος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---