Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lapin (ουσ αρσ ) laringàle (θηλ. επίθ και ουσ)
làpis (ουσ αρσ ) larìnge (ουσ αρσ και θηλ.)
lapislàzzuli (ουσ αρσ ) laringectomìa (θηλ.ουσ)
làppa (θηλ.ουσ) laringèo, larìngeo (επίθ.)
lappàre (ρ. μτβ.) laringìte (θηλ.ουσ)
làppola (θηλ.ουσ) laringoiàtra (ουσ αρσ και θηλ.)
làppone, lappóne (ουσ αρσ και θηλ.) laringoiatrìa (θηλ.ουσ)
làppone, lappóne (επίθ.) laringologìa (θηλ.ουσ)
Lappònia (κύρ.όν. θηλ.) laringoscopìa (θηλ.ουσ)
làpsus (ουσ αρσ ) laringoscòpio (ουσ αρσ )
lardàceo (επίθ.) laringotomìa (θηλ.ουσ)
lardellàre (ρ. μτβ.) laringotracheìte (θηλ.ουσ)
lardèllo (ουσ αρσ ) làrva (θηλ.ουσ)
làrdo (ουσ αρσ ) larvàle (επίθ.)
lardóso (επίθ.) larvàto (επίθ.)
làre (ουσ αρσ ) lasàgna (θηλ. ουσ πληθ.)
largaménte (επίρ.) làsca (θηλ.ουσ)
largheggiàre (ρ.αμτβ.) lascàre (ρ. μτβ.)
larghézza (θηλ.ουσ) lasciapassàre (ουσ αρσ )
largìre (ρ. μτβ.) lasciàre (ρ. μτβ.)
largitóre (αρσ. επίθ και ουσ) lasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
largizióne (θηλ.ουσ) lascìvia (θηλ.ουσ)
làrgo (ουσ αρσ ) lascìvo (επίθ.)
làrgo (επίθ.) làsco (ουσ αρσ )
làrice (ουσ αρσ ) làsco (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: