Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lardàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [larˈdaʧeo]

1 στεατώδης
2 λιπώδης
3 λιπαρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lapsus lardellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lappola (θηλ.ουσ)
lappone (ουσ αρσ και θηλ.)
lappone (επίθ.)
Lapponia (κύρ.όν. θηλ.)
lapsus (ουσ αρσ )
lardaceo (επίθ.)
lardellare (ρ. μτβ.)
lardello (ουσ αρσ )
lardo (ουσ αρσ )
lardoso (επίθ.)
lare (ουσ αρσ )
largamente (επίρ.)
largheggiare (ρ.αμτβ.)
larghezza (θηλ.ουσ)
largire (ρ. μτβ.)
largitore (αρσ. επίθ και ουσ)
largizione (θηλ.ουσ)
largo (ουσ αρσ )
largo (επίθ.)
larice (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---