Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ιταλοελληνικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό
lardóso
επίθετο
Προσφορά
I.P.A.
:
[larˈdoso], [larˈdozo]
1
παχύς
2
λιπαρός
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< lardo
lare >>
Sfoglia il dizionario
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
lapsus
(ουσ αρσ )
lardaceo
(επίθ.)
lardellare
(ρ. μτβ.)
lardello
(ουσ αρσ )
lardo
(ουσ αρσ )
lardoso
(επίθ.)
lare
(ουσ αρσ )
largamente
(επίρ.)
largheggiare
(ρ.αμτβ.)
larghezza
(θηλ.ουσ)
largire
(ρ. μτβ.)
largitore
(αρσ. επίθ και ουσ)
largizione
(θηλ.ουσ)
largo
(ουσ αρσ )
largo
(επίθ.)
larice
(ουσ αρσ )
laringale
(θηλ. επίθ και ουσ)
laringe
(ουσ αρσ και θηλ.)
laringectomia
(θηλ.ουσ)
laringeo
(επίθ.)
Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis