Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


largheggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [largedˈʤare]

1 παρέχω αφειδώς
2 επιδαψιλεύω
3 παράγω εν αφθονία
4 είμαι ανοιχτοχέρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  largamente larghezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lardello (ουσ αρσ )
lardo (ουσ αρσ )
lardoso (επίθ.)
lare (ουσ αρσ )
largamente (επίρ.)
largheggiare (ρ.αμτβ.)
larghezza (θηλ.ουσ)
largire (ρ. μτβ.)
largitore (αρσ. επίθ και ουσ)
largizione (θηλ.ουσ)
largo (ουσ αρσ )
largo (επίθ.)
larice (ουσ αρσ )
laringale (θηλ. επίθ και ουσ)
laringe (ουσ αρσ και θηλ.)
laringectomia (θηλ.ουσ)
laringeo (επίθ.)
laringite (θηλ.ουσ)
laringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
laringoiatria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---