Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlargaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [largaˈmente] 1 σε μεγάλο βαθμό 2 ευρέως 3 σε μεγάλη έκταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |