Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lardèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [larˈdɛllo]

1 λουρίδα μπέικον
2 λουρίδα λαρδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lardellare lardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lappone (επίθ.)
Lapponia (κύρ.όν. θηλ.)
lapsus (ουσ αρσ )
lardaceo (επίθ.)
lardellare (ρ. μτβ.)
lardello (ουσ αρσ )
lardo (ουσ αρσ )
lardoso (επίθ.)
lare (ουσ αρσ )
largamente (επίρ.)
largheggiare (ρ.αμτβ.)
larghezza (θηλ.ουσ)
largire (ρ. μτβ.)
largitore (αρσ. επίθ και ουσ)
largizione (θηλ.ουσ)
largo (ουσ αρσ )
largo (επίθ.)
larice (ουσ αρσ )
laringale (θηλ. επίθ και ουσ)
laringe (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---