Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làrice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlariʧe]

πεύκη γένους larix


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  largo laringale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

largire (ρ. μτβ.)
largitore (αρσ. επίθ και ουσ)
largizione (θηλ.ουσ)
largo (ουσ αρσ )
largo (επίθ.)
larice (ουσ αρσ )
laringale (θηλ. επίθ και ουσ)
laringe (ουσ αρσ και θηλ.)
laringectomia (θηλ.ουσ)
laringeo (επίθ.)
laringite (θηλ.ουσ)
laringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
laringoiatria (θηλ.ουσ)
laringologia (θηλ.ουσ)
laringoscopia (θηλ.ουσ)
laringoscopio (ουσ αρσ )
laringotomia (θηλ.ουσ)
laringotracheite (θηλ.ουσ)
larva (θηλ.ουσ)
larvale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---