ItalianoGreco


làrva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlarva]

1 προνύμφη
2 σκουλήκι
3 ίσκιος
4 σκιά
5 τίποτα άλλο παρά ένα είδωλο
6 κάμπια
7 φάντασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---