Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làrva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlarva]

1 προνύμφη
2 σκουλήκι
3 ίσκιος
4 σκιά
5 τίποτα άλλο παρά ένα είδωλο
6 κάμπια
7 φάντασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laringotracheite larvale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laringologia (θηλ.ουσ)
laringoscopia (θηλ.ουσ)
laringoscopio (ουσ αρσ )
laringotomia (θηλ.ουσ)
laringotracheite (θηλ.ουσ)
larva (θηλ.ουσ)
larvale (επίθ.)
larvato (επίθ.)
lasagna (θηλ. ουσ πληθ.)
lasca (θηλ.ουσ)
lascare (ρ. μτβ.)
lasciapassare (ουσ αρσ )
lasciare (ρ. μτβ.)
lasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lascivia (θηλ.ουσ)
lascivo (επίθ.)
lasco (ουσ αρσ )
lasco (επίθ.)
laser (ουσ αρσ )
laser (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---