Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lascìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [laʃˈʃivo]

1 λάγνος
2 ιθυφαλλικός
3 φιλήδονος
4 πορνικός
5 έκφυλος
6 ακόλαστος
7 αισθησιακός
8 αφροδισιαστής
9 ασελγής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lascivia lasco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lascare (ρ. μτβ.)
lasciapassare (ουσ αρσ )
lasciare (ρ. μτβ.)
lasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lascivia (θηλ.ουσ)
lascivo (επίθ.)
lasco (ουσ αρσ )
lasco (επίθ.)
laser (ουσ αρσ )
laser (επίθ.)
laserfoto (θηλ.ουσ)
lassativo (ουσ αρσ )
lassativo (επίθ.)
lassismo (ουσ αρσ )
lassista (ουσ αρσ και θηλ.)
lassista (επίθ.)
lasso (ουσ αρσ )
lasso (επίθ.)
lassù (επίρ.)
lastra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---