ItalianoGreco


lascìvia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laʃˈʃivja]

1 αισθησιασμός
2 παραλυσία
3 ελευθεριότητα
4 βακχεία
5 ασέλγεια
6 φιληδονία
7 λαγνεία
8 ακολασία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---