ItalianoGreco


làsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlasso]

1 διακοπή
2 πάροδος
3 παρέλευση
4 διάλειμμα

làsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlasso]

1 χαλαρός
2 κουραστικός
3 πληκτικός
4 χαύνος
5 υποτονικός
6 αδιάντροπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---