Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


latènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laˈtɛntsa]

1 κατάσταση ύπνου
2 λανθάνουσα κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  latente laterale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lastricatura (θηλ.ουσ)
lastrico (ουσ αρσ )
lastrone (ουσ αρσ )
latebra (θηλ.ουσ)
latente (επίθ.)
latenza (θηλ.ουσ)
laterale (ουσ αρσ )
laterale (επίθ.)
lateralmente (επίρ.)
lateranense (επίθ.)
Laterano (κύρ.όν. αρσ.)
laterite (θηλ.ουσ)
laterizio (ουσ αρσ )
laterizio (επίθ.)
latice (ουσ αρσ )
laticlavio (ουσ αρσ )
latifoglia (θηλ.ουσ)
latifoglio (επίθ.)
latifondista (ουσ αρσ και θηλ.)
latifondo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---