Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlateràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lateˈrale] πλάγιος μεσαίος παίκτης lateràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lateˈrale] 1 πλάγιος (-α, -ο) 2 (strada) διπλανός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnavata [θηλ.] laterale = το πλάγιο κλίτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |