Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làstrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlastriko]

λιθόστρωτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lastricatura lastrone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


finire sul lastrico = μένω στην ψάθα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lastricare (ρ. μτβ.)
lastricato (ουσ αρσ )
lastricato (επίθ.)
lastricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
lastricatura (θηλ.ουσ)
lastrico (ουσ αρσ )
lastrone (ουσ αρσ )
latebra (θηλ.ουσ)
latente (επίθ.)
latenza (θηλ.ουσ)
laterale (ουσ αρσ )
laterale (επίθ.)
lateralmente (επίρ.)
lateranense (επίθ.)
Laterano (κύρ.όν. αρσ.)
laterite (θηλ.ουσ)
laterizio (ουσ αρσ )
laterizio (επίθ.)
latice (ουσ αρσ )
laticlavio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---