Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàstrico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlastriko] λιθόστρωτο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfinire sul lastrico = μένω στην ψάθα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |