Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làtice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlatiʧe]

1 γαλακτώδης χυμός
2 κόμμι
3 λατέξ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laterizio laticlavio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lateranense (επίθ.)
Laterano (κύρ.όν. αρσ.)
laterite (θηλ.ουσ)
laterizio (ουσ αρσ )
laterizio (επίθ.)
latice (ουσ αρσ )
laticlavio (ουσ αρσ )
latifoglia (θηλ.ουσ)
latifoglio (επίθ.)
latifondista (ουσ αρσ και θηλ.)
latifondo (ουσ αρσ )
latineggiante (επίθ.)
latineggiare (ρ.αμτβ.)
latinismo (ουσ αρσ )
latinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
latinità (θηλ.ουσ)
latinizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
latinizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
latinizzazione (θηλ.ουσ)
latino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---