Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


latinìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [latiˈnizmo]

1 λατινισμός
2 λατινικούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  latineggiare latinista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

latifoglio (επίθ.)
latifondista (ουσ αρσ και θηλ.)
latifondo (ουσ αρσ )
latineggiante (επίθ.)
latineggiare (ρ.αμτβ.)
latinismo (ουσ αρσ )
latinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
latinità (θηλ.ουσ)
latinizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
latinizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
latinizzazione (θηλ.ουσ)
latino (ουσ αρσ )
latino (επίθ.)
latitante (ουσ αρσ και θηλ.)
latitante (επίθ.)
latitanza (θηλ.ουσ)
latitare (ρ.αμτβ.)
latitudinale (επίθ.)
latitudine (θηλ.ουσ)
lato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---