Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


latitùdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [latiˈtudine]

το γεωγραφικό πλάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  latitudinale lato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


latitudine [θηλ.] = o γεωγραφικός πλάτος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

latitante (ουσ αρσ και θηλ.)
latitante (επίθ.)
latitanza (θηλ.ουσ)
latitare (ρ.αμτβ.)
latitudinale (επίθ.)
latitudine (θηλ.ουσ)
lato (ουσ αρσ )
lato (επίθ.)
latomia (θηλ.ουσ)
latore (αρσ. επίθ και ουσ)
latrare (ρ.αμτβ.)
latrato (ουσ αρσ )
latria (θηλ.ουσ)
latrina (θηλ.ουσ)
latta (θηλ.ουσ)
lattaia (θηλ.ουσ)
lattaio (ουσ αρσ )
lattante (ουσ αρσ και θηλ.)
lattante (επίθ.)
lattasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---