Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlattàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [latˈtaja] 1 γαλατού 2 εργάτρια γαλακτοκομείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |